- αλατζάς
- ο(λ. τουρκ.), φτηνό μπαμπακερό ύφασμα, δίχρωμο ή πολύχρωμο: Φορούσε ένα τριμμένο φουστάνι από αλατζά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλατζάς — ο (Υφαντ.) 1. βαμβακερό ύφασμα, συνήθως δίχρωμο, χοντρό και χαμηλής ποιότητας 2. το απλούστερο σχέδιο υφάνσεως στο οποίο οι κλωστές τού στημονιού (κλωστές κατά μήκος τού υφάσματος) και τού υφαδιού ή κρόκης (κλωστές κατά πλάτος τού υφάσματος)… … Dictionary of Greek
αλατζαδένιος — α, ο ο κατασκευασμένος από αλατζά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. αλατζάδες, τού ουσ. αλατζάς + παραγ. κατάλ. –ένιος] … Dictionary of Greek